ἐνισκέλλω

ἐνισκέλλω
ἐνισκέλλω, [full] ἐνισκήπτω, [full] ἐνισκίμπτω, [dialect] Ep. for ἐνς-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενισκέλλω — ἐνισκέλλω (Α) ποιητ. τ. τού ενσκέλλω*, ξηραίνω …   Dictionary of Greek

  • ενσκέλλω — ἐνσκέλλω, επικ. τ. ἐνισκέλλω (Α) [σκέλλω] ξηραίνω («τοῡτο [τὸ φλέγμα] ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκε», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”